Μία νεαρή ξανθιά έμεινε ξαφνικά χήρα όταν έχασε τον επίσης νεαρό άνδρα της σε δυστύχημα.
Απαρηγόρητη έκλαιγε συνέχεια και πήγαινε κάθε απόγευμα στο νεκροταφείο ντυμένη με μαύρα κολλητά ρούχα, μίνι φούστα, δικτυωτό καλσόν, γόβες στιλέτο.
Με αυτήν την αμφίεση ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη, και ειδικά από τον φύλακα που την πρόσεξε από την πρώτη στιγμή.
Μία φορά λοιπόν την παρακολούθησε να δει τι θα κάνει μέσα στο νεκροταφείο.
Την είδε να ανάβει το καντήλι, να αλλάζει τα λουλούδια, να κλαίει πάνω από τον τάφο και στο τέλος να σηκώνει την φούστα να κατεβάζει λίγο το στρίνγκ και το καλσόν, και να κάθεται πάνω στον τάφο αμίλητη.
Μετά από λίγο σηκώθηκε σιγά σιγά και αφού τακτοποίησε τα ρούχα της βάδισε αργά προς την έξοδο, αφήνοντας τον φύλακα άφωνο. Έκανε το ίδιο κάθε μέρα, αφήνοντας τον με την απορία.
Μετά από δύο βδομάδες ο φύλακας δεν άντεξε και την πλησίασε όπως έβγαινε και της μίλησε:
– Συγνώμη κυρία, αλλά δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω.
Γιατί κάθε μέρα αφού φροντίσετε τον τάφο καθόσαστε πάνω του με γuμνά οπiσθια;
– Τι να σας πω, λέει η ξανθιά.
Δεν είναι και εύκολο να εξηγήσεις τέτοια πράγματα, αλλά να, όσο ζούσε ο άνδρας μου, κάθε φορά που το κάναμε μου έλεγε:
– Κουκλάρα μου, ο κ…ος σου και νεκρούς ανασταίνει.