Η κυρία είναι στο κρεβάτι με τον εραστή της.
Ξαφνικά ακούν το αυτοκίνητο του συζύγου να παρκάρει έξω απ” το σπίτι.
Ο εραστής τρέχει πανικόβλητος να κρυφτεί. Η κυρία, πιο ψύχραιμη, του λέει:
-Πήγαινε στη γωνία και κάτσε ακίνητος!
-Μα.
-Δεν έχει μα Κάτσε εκεί που σου λέω.
Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει baby-oil και ταλκ. Τον πασαλείβει με το λάδι, τον πασπαλίζει ολόκληρο με ταλκ και του λέει:
-Κάτσε ακίνητος και κάνε το άγαλμα
-Μα…
-Κάνε το άγαλμα, που σου λέω, αλλιώς μας έσφαξε και τους δυο!
Μπαίνει ο σύζυγος και βλέπει το «άγαλμα».
-Τι είναι αυτό Μαρία;
-Α, τίποτε. Είχα πάει στους Παπαδοπουλαίους το Σαββατοκύριακο κι είχαν ένα τέτοιο άγαλμα και το ζήλεψα.
Δεν σε πειράζει που πήρα κι εγώ ε;
-Α μπα, τι να με πειράξει;
Έκατσαν, έφαγαν, είδαν τηλεόραση και κάποια στιγμή έπεσαν για ύπνο.
Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται, πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, φτιάχνει ένα σάντουιτς, παίρνει και μια μπύρα και πάει στο άγαλμα.
-Έλα ρε φάε, πιες.
Ο εραστής παγώνει απ” το φόβο του.
-Έλα ρε, φάε κάτι Εγώ τρεις μέρες έκανα το άγαλμα στους Παπαδοπουλαίους κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μου έδωσαν